- ἐπιμελούμενος
- ἐπιμελέομαιtakepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
печисѧ — ПЕ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) 2 (312), КОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. 1.Печься, заботиться, беспокоиться: ты бы о своѥмь сѧ. тъчью печеши аще ѹстроиши добрѣ то о иномь небрежеши. (μεριμνᾶς) Изб 1076, 257 об.; тъкмо ѡ добродѣтели пещис˫а. (ἐξέχεσϑαι) ЖФСт к. XII, 77 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GLAUCUS ex Potnia Boeotiae vico — Sisyphi fil. qui cum equas suas a coitu cohiberet, quo essent velociores, Venus indignata furotem eis tantum immisit, ut dominum dilacerarint. Virg. Georg. l. 3. v. 266. et seqq. Scilicet ante omnes furor est insignis equarum; Et mentem Venus… … Hofmann J. Lexicon universale
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… … Dictionary of Greek
τριχοκόμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν τριχῶν ἐπιμελούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… … Dictionary of Greek